- ετεροούσιος
- και ετερούσιος, ο (ΑΜ ἑτερούσιος, -ον)1. αυτός που διαφέρει ως προς την ουσία ή τη φύση, ο μη ομοούσιος2. φρ. «ετερούσιον δόγμα» — το δόγμα τῶν Αρειανιστών, οι οποίοι υποστήριζαν ότι στην Αγία Τριάδα ο Υιός είναι διαφορετικός από τον Πατέρα ως προς την ουσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -ούσιος (< ουσία), πρβλ. αν-ούσιος, περι-ούσιος].
Dictionary of Greek. 2013.