ετεροούσιος

ετεροούσιος
και ετερούσιος, ο (ΑΜ ἑτερούσιος, -ον)
1. αυτός που διαφέρει ως προς την ουσία ή τη φύση, ο μη ομοούσιος
2. φρ. «ετερούσιον δόγμα» — το δόγμα τῶν Αρειανιστών, οι οποίοι υποστήριζαν ότι στην Αγία Τριάδα ο Υιός είναι διαφορετικός από τον Πατέρα ως προς την ουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -ούσιος (< ουσία), πρβλ. αν-ούσιος, περι-ούσιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἑτεροούσιος — differing in substance masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτεροουσίως — ἑτεροούσιος differing in substance adverbial ἑτεροούσιος differing in substance masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτεροούσιον — ἑτεροούσιος differing in substance masc/fem acc sg ἑτεροούσιος differing in substance neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτεροουσίοις — ἑτεροούσιος differing in substance masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτεροουσίου — ἑτεροούσιος differing in substance masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτεροουσίους — ἑτεροούσιος differing in substance masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτεροουσίων — ἑτεροούσιος differing in substance masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτεροουσίῳ — ἑτεροούσιος differing in substance masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτεροούσια — ἑτεροούσιος differing in substance neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτεροούσιοι — ἑτεροούσιος differing in substance masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”